- ἐκσπόνδους
- ἔκσπονδοςmasc/fem acc plἐκσπονδοςout of the treatymasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκσπονδος — η, ον (AM ἔκσπονδος, ον) Ι. 1. αυτός που δεν συμπεριλαμβάνεται στις σπονδές, που αποκλείστηκε από αυτές («ἐκσπόνδους εἶναι τούτων τῶν συνθηκῶν», Πολύβ.) 2. αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, που ενεργεί παρά τις σπονδές 3. (για ενέργειες ή… … Dictionary of Greek